Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

είναι μεγάλη ευκολία

См. также в других словарях:

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Νιγηρία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με τον Νίγηρα, ΒΑ με το Τσαντ, Α με το Καμερούν, Ν βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας και Δ συνορεύει με την Μπενίν.Tο έδαφος της Ν. αποτελείται από την ένωση, κατά την αποικιακή εποχή, των διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • Μογγολία — Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Ρωσία και στα Α, στα Ν και στα Δ με την Κίνα.Tα εδαφικά όρια της Μ., εξαιτίας των χαρακτηριστικών της περιοχής στην οποία εκτείνεται η χώρα, δεν καθορίζονται από φυσικά στοιχεία, εκτός από το… …   Dictionary of Greek

  • Νεύτων, Ισαάκ — (Sir Isaac Newton, Γούλσθορπ, Λινκολσνάιρ 1642 – Κένσινγκτον, Λονδίνο 1727). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Άγγλου φυσικού, αστρονόμου και μαθηματικού Άιζακ Νιούτον (Isaac Newton). Ο πατέρας του πέθανε πριν ακόμα γεννηθεί αυτός και η… …   Dictionary of Greek

  • Μπαντού — (από το Μπα, πρόθημα ενδεικτικό του πληθυντικού και Ντου = άνθρωπος). Λαοί που είναι εγκατεστημένοι σε μεγάλο τμήμα της Μαύρης Αφρικής, από τις ατλαντικές ακτές του Καμερούν έως τις εκβολές του Τζούμπα, μέχρι του νότιου άκρου της ηπείρου, εκτός… …   Dictionary of Greek

  • Βηλαράς, Ιωάννης — (Κύθηρα 1771 – Τσεπέλοβο, Ήπειρος 1823). Ιατροφιλόσοφος, ποιητής και πρωτοπόρος του γλωσσικού ζητήματος. Η οικογένειά του καταγόταν από τα Ιωάννινα, όπου μεγάλωσε και ο ίδιος. Σπούδασε ιατρική στην Ιταλία και ύστερα έζησε στα Ιωάννινα ως γιατρός… …   Dictionary of Greek

  • σίκαλη ή βρίζα — (ΣίκαλIς η σιτηρά). Ετήσιο σιτηρό της οικογένειας των Αγρωστιδών ή Γραμινιδών (μονοκοτυλήδονα). Καλλιεργείται σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, σε μερικές μάλιστα (Τσεχοσλοβακία, Γερμανία, Πολωνία) υπερβαίνει και την καλλιέργεια του σταριού, επειδή… …   Dictionary of Greek

  • πιτυρίαση — Με το όνομα αυτό είναι γνωστές δερματοπάθειες διαφόρων αιτιολογιών, με κοινό χαρακτηριστικό τη λεπτή και διάχυτη απολέπιστη του δέρματος. Από τις πιο γνωστές είναι η ποικιλόχρους π. και η ροδόχρους π. του Ζιλμπέρ. Η πρώτη οφείλεται σε μύκητες που …   Dictionary of Greek

  • ανεμοβλογιά — Λοιμώδης νόσος που μεταδίδεται με μεγάλη ευκολία από τον πάσχοντα μέσω των σταγονιδίων που βγαίνουν από το στόμα του και η οποία οφείλεται σε ιό. Ο ίδιος ιός προκαλεί και τον έρπητα ζωστήρα, με τη διαφορά ότι η α. εμφανίζεται συνήθως στην παιδική …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»